- ὁλοδρομία
- ὁλο-δρομία, ἡ, der ganze Lauf
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ολοδρομία — ὁλοδρομία, ἡ (Α) γοργό τρέξιμο προς μία κατεύθυνση («τὴν πρὸς τὰς καλὰς πράξεις ὁλοδρομίαν», Κλήμ. Αλεξ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < ὁλ(ο) * + δρομία (< δρομος < δρόμος), πρβλ. ταχυ δρομία] … Dictionary of Greek
ολ(ο)- — (ΑΜ ὁλ[ο] ) α συνθετικό πολλών λέξεων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής που ανάγεται στο επίθ. όλος και προσδίδει στο β συνθετικό τη σημ. τού ολόκληρου, τού ακέραιου (πρβλ. ολο μελής, ολό σωμος, ολό ψυχος). Το σύστημα τών συνθ. με α συνθετικό ολ(ο) … Dictionary of Greek